- ελαιογραφικός
- -ή, -όπου αναφέρεται στην ελαιογραφία (βλ. λ.), που ζωγραφίστηκε με λαδομπογιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαιογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ελαιογραφία ή που ζωγραφίστηκε με ελαιοχρώματα, με λαδομπογιές … Dictionary of Greek